Γράφει Ο Νικόλαος Σ. Σιάμος
Στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας και στις αρχές της παρούσης, παρατηρήθηκαν ομαδικές αναλήψεις καταθέσεων από πανικόβλητους μικροκαταθέτες• αποτέλεσμα του πανικού, τον οποίο δημιούργησαν άστοχες ενέργειες και δηλώσεις κυβερνητικών και μη παραγόντων (Παπακωνσταντίνου, Δαμανάκη κ.ά.)• με αποτέλεσμα σε κάποιες εξ αυτών να υπάρξει πρόβλημα ρευστότητας. Δεν απέσυρα τα υπολείμματα της συντάξεώς μου από γνωστή τράπεζα, στην οποία κατατίθενται, για δύο λόγους:
Πρώτον, δεν ήθελα να συγκαταριθμηθώ στο κοπάδι, το οποίο σε καιρούς κρίσεων (απειλή πολέμου με την Τουρκία, επαπειλούμενη χρεοκοπία κ.ο.κ.) εισβάλλει σε σουπερμάρκετ και σε τράπεζες, με την προσδοκία να περισώσει το τομάρι του και «γαία πυρί μιχθήτω».
Δεύτερον, επειδή πονάω για τον τόπο μου. Δεν θέλω εμέ τον «ανώνυμο» να με συμπεριλάβει η ιστορία στον εσμό των «επώνυμων» συμπατριωτών μου (ανάμεσά τους πολιτικοί και μοναστήρια), οι οποίοι μετέφεραν τις παχυλότατες καταθέσεις τους σε τράπεζες της Κύπρου και της Ελβετίας.
Γνωρίζω ότι κάποιοι από σας, στις μεταξύ σας συζητήσεις, θα με χαρακτηρίσετε… μαλάκα. Γνωρίζω επίσης, ότι αν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση -αν καθυστερούσα, για παράδειγμα, τη δόση κάποιου δανείου μου- η τράπεζα από την οποία εισπράττω τη σύνταξή μου θα μου άρπαζε ένα μικρό σπιτάκι οπού έχω στο χωριό. Η τράπεζα, βλέπετε, είναι απρόσωπη ενώ εγώ εξακολουθώ να είμαι πρόσωπο. Κι ως πρόσωπο έχω αισθήματα, όπως εκείνο το λοιδορούμενο και χλευαζόμενο στις μέρες μας, του πατριωτιωτισμού.
Αφελώς σκεπτόμενος, ευελπιστώ ότι η παρούσα κρίση να κάμει και τους τραπεζίτες πιο σοφούς, δηλαδή ανθρώπινους• ώστε να μην βλέπουν μόνον αριθμούς, αλλά και πρόσωπα• διότι πίσω από τους αριθμούς κρύπτονται πρόσωπα, και πίσω από τα πρόσωπα, πολλάκις, κρύπτονται δράματα.-
Πρώτον, δεν ήθελα να συγκαταριθμηθώ στο κοπάδι, το οποίο σε καιρούς κρίσεων (απειλή πολέμου με την Τουρκία, επαπειλούμενη χρεοκοπία κ.ο.κ.) εισβάλλει σε σουπερμάρκετ και σε τράπεζες, με την προσδοκία να περισώσει το τομάρι του και «γαία πυρί μιχθήτω».
Δεύτερον, επειδή πονάω για τον τόπο μου. Δεν θέλω εμέ τον «ανώνυμο» να με συμπεριλάβει η ιστορία στον εσμό των «επώνυμων» συμπατριωτών μου (ανάμεσά τους πολιτικοί και μοναστήρια), οι οποίοι μετέφεραν τις παχυλότατες καταθέσεις τους σε τράπεζες της Κύπρου και της Ελβετίας.
Γνωρίζω ότι κάποιοι από σας, στις μεταξύ σας συζητήσεις, θα με χαρακτηρίσετε… μαλάκα. Γνωρίζω επίσης, ότι αν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση -αν καθυστερούσα, για παράδειγμα, τη δόση κάποιου δανείου μου- η τράπεζα από την οποία εισπράττω τη σύνταξή μου θα μου άρπαζε ένα μικρό σπιτάκι οπού έχω στο χωριό. Η τράπεζα, βλέπετε, είναι απρόσωπη ενώ εγώ εξακολουθώ να είμαι πρόσωπο. Κι ως πρόσωπο έχω αισθήματα, όπως εκείνο το λοιδορούμενο και χλευαζόμενο στις μέρες μας, του πατριωτιωτισμού.
Αφελώς σκεπτόμενος, ευελπιστώ ότι η παρούσα κρίση να κάμει και τους τραπεζίτες πιο σοφούς, δηλαδή ανθρώπινους• ώστε να μην βλέπουν μόνον αριθμούς, αλλά και πρόσωπα• διότι πίσω από τους αριθμούς κρύπτονται πρόσωπα, και πίσω από τα πρόσωπα, πολλάκις, κρύπτονται δράματα.-