Β΄ Μέρος της συνέντευξης του Γιάννη Γ. Μυζήθρα, συνέχεια απ’ την προηγούμενη ανάρτηση.
Μετά άρχισαν άλλες ταλαιπωρίες, μάχες…
Ποια απ’ τις μάχες θυμάσαι πιο έντονα;
-Με τον Επαμεινώνδα, την μεγαλύτερη μάχη που έγινε στην Αμφιλοχία (12-14 Ιουλίου 1944). Πάρα πολύ μεγάλη μάχη…
Σε ποιο σημείο ήσουνα εσύ, σε ποια περιοχή ήσουνα;
- Προς τα Γιάννενα, από κείνη την πλευρά, εγώ ήμουνα ανεξάρτητος και πήγαινα όπου μου λέγανε.
Ο τομέας δηλαδή ο δικός σας ήτανε απ’ τη βόρεια πλευρά;
-Ναι απ’ τη βόρεια πλευρά.
Τελειώσανε αυτά απ’ κει, μετά λοιπόν πέρασαν κι άλλες μικρές μάχες και σαμποτάζ …
Πάνω στη μάχη της Αμφιλοχίας τι μπορείς να θυμηθείς, θυμάσαι κάτι αξιόλογο;
-Ήτανε φοβερό, Ήτανε φοβερό…διότι πήδαγαν οι Γερμανοί απ’ τα παράθυρα! Και αντάρτες σκοτωθήκανε πολλοί και Γερμανοί, πήραμε και πολλά λάφυρα. Λοιπόν ήτανε τρομερή η μάχη αυτή. Ο Επαμεινώνδας ήτανε παλικάρι, ήτανε ίλαρχος του ιππικού αυτός, πολύ καλό παιδί. Εμείς ήμασταν του 42 συντάγματος. Στα τελευταία κάναμε τη μάχη στη Ναύπακτο, την πρώτη βραδιά δεν μπορέσαμε να την πάρουμε, ήτανε ταγματασφαλίτες. Μετά την επόμενη μέρα, την εκκένωσαν κι εμείς τους βαράγαμε με τους όλμους, που πήγαιναν πέρα για να πάνε στην Πάτρα. Εμείς ήμασταν πάνω στο κάστρο, αλλά σκοτωθήκαν πολλά παιδιά από την άλλη πλευρά, απ’ το Μόρνο…όταν έπεσε κάτσαμε εκεί πέρα.
Σε ποια άλλη μεγάλη μάχη συμμετείχες;
Μετά από κει προχωράμε με τα πόδια και πάμε στην Άμφισσα (1944). Η Άμφισσα ήταν φρουρημένη καλά, είχανε πιάσει τα πόστα όλα οι Γερμανοί, αλλά το σχέδιο το δικό μας ήτανε πάρα πολύ καλά οργανωμένο. Πήγαμε λοιπόν, όπως πάμε από δω προς τα κεί, από την πάνω πλευρά και ήμασταν οχυρωμένοι. Το βράδυ κάναμε ντου. Βάραγαν λοιπόν όλμοι συνέχεια ρίχναμε μέσα στα σπίτια…έγινε μακελειό. Αλλά δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα. Εκεί τραυματίστηκα, με πήρε μια σφαίρα, άπειρος ήμουνα, που χτυπήθηκε ο πολυβολητής, τον πήρε μια σφαίρα στο κεφάλι και τον σκότωσε. Μου φωνάζουν εμένα και πήγα και πήρα το πολυβόλο, για να ρίξω. Η απειρία έρχεται μετέπειτα, αυτοί είχανε επισημάνει το στόχο, άπειρος ήμουνα, να το πάρω να το πάω παραπέρα και με παίρνει κι εμένα αμέσως και με ξύνει εδώ στο κεφάλι, κίνησαν τα αίματα κάτω, με παίρνει ένας αντάρτης, ήτανε νωρίς βέβαια, μέρα γίνηκε αυτό, προτού νυχτώσουμε.
Μετά μαζεύτηκαν οι καπεταναίοι όλοι κι όλοι είχανε στολές αξιωματικών…πανόραμα. Με πήγανε εκεί στο νοσοκομείο, πρόχειρο βέβαια, δεν είχα τίποτα. Μου βάλανε ένα τσιρότο, έκατσα λίγο και το βράδυ που γίνονταν η μάχη, οπισθοχωρούσαν, σκόρπαγαν οι λόχοι, αντάρτες ήτανε κι είχαμε πιάσει τη ράχη. Από κει πάνω από ένα ύψωμα, Αι Θυμιά (Αγία Ευθυμία) λέγεται το χωριό αυτό, που είχα πάει εγώ εκεί. Το ’χαμε πιάσει κι εγώ βγήκα απάνω κι έλεγα ωπ! όποιος έφτανε εκεί, εδώ, οργανωθείτε, για να μπορέσουμε να φύγουμε, γιατί ήταν πεδιάδα απ’ το άλλο μέρος, άμα βγαίναμε από πάνω. Από κει λοιπόν μέχρι τη Λαμία πήγαμε χτυπώντας!
Το τέλος του πολέμου που σε βρήκε;
Τελειώνει ο πόλεμος αγαπητέ φίλε. Μετά λέει θα πάμε στα Δεκεμβριανά. Μόλις τελείωσαν αυτά, ήμασταν εξαγριωμένοι, γιατί το δίδαγμα είναι ένα πράγμα ότι: Αν δεν παρασκευαστεί ο στρατός, η ο λαουτζίκος, δε γίνεται πόλεμος ποτέ. Προπαρασκευάζεται, γιατί έρχεται εγκύκλιος που έλεγε, μας σφάξανε, μας κόψανε τα βυζιά απ’ τις γυναίκες, τις συναγωνίστριες, κάνανε εκείνο, κάνανε τ’ άλλο…
Οι έλληνες είναι ρουφιάνοι !
Ενώ ήτανε εντολή να κατευθυνθούμε όλο το σύνταγμα προς την Αθήνα, να καταλάβουμε την Αθήνα. Μπορούσαμε να την καταλάβουμε αμέσως!
Είπες ότι οι Έλληνες είναι ρουφιάνοι, δηλαδή κάποιοι "συνεργαζόντουσαν" με τους Εγγλέζους, με ποιους;
-Αναμεταξύ μας οι καπεταναίοι, χάλασε η δουλειά …τη χαλάσανε, γιατί ήτανε να πάμε όλο το σύνταγμα και όλες οι μονάδες (στην Αθήνα). Έδωσε εντολή ο Άρης ο Βελουχιώτης, τους κάλεσε στις 18 Νοεμβρίου μέσα κι έκαμαν συνέδριο κι αυτός που ήτανε ο δεύτερος καπετάνιος, στο δεύτερο ΕΛΑΣ, ποιος ήτανε τον αστοχάω, έγινε και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ;
Ο Μάρκος ο Βαφειάδης;
Α! ναι ο Μάρκος ο Βαφειάδης, αυτός ήτανε ο πρώτος που χάλασε τη δουλειά!
Ο Μάρκος ο Βαφειάδης τι είπε και τι ο Άρης; Απ’ ότι εσύ γνωρίζεις;
-Στις 18 του μηνός τους κάλεσε για να «ψαρέψει», αν θέλουνε για να πάμε για την Αθήνα.
Να καταλάβετε την Αθήνα δηλαδή;
-Ναι! πέταξε μια κουβέντα (ο Μάρκος) είναι λέει εν γνώσει του πολιτικού γραφείου;
Λέει ο Άρης «δεν είναι ανάγκη να το ξέρει»!
Γιατί έδωσε εντολή να φύγουμε κάτω ο στρατός(αντάρτες) και ν’ αποφεύγουμε τους Εγγλέζους να φύγουμε λίγοι, να μην παίρνουν και χαμπάρι.
Εξ’ άλλου ήταν δηλωμένη η αντίθεση του Άρη, δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για τους Εγγλέζους, το ’χε δηλώσει, απ’ ότι τουλάχιστον έχω διαβάσει.
-Έκατσε λοιπόν κι εκεί χάλασε η δουλειά και δεν κίνησαν κι ενώ πρέπει να φύγουμε όλοι για την Αθήνα. Το σύνταγμα όπως κι άλλα συντάγματα εξαναγκάστηκαν και τους μισούς μας στείλανε εκεί και τους άλλους μισούς για να πάνε κατά του Ζέρβα, φοβόντανε.
Αυτά τα συζητάγαμε και μετά , γιατί όταν πήγαμε στην Αθήνα δε ρίξαμε σφαίρα, ότι λένε είναι όλα ψέματα, δε ρίξαμε σφαίρα!
Ότι έγινε μακελειό στην Αθήνα έγινε, με το σύνταγμα των Αθηνών και με το λαουτζίκο.
Το δικό σας το τάγμα στα Δεκεμβριανά σε ποια περιοχή ήτανε;
- Απ’ το Γουδή, από πάνω εκεί και δεν ήταν τίποτα ,καταλαμβάνονταν αμέσως η Αθήνα!
Διότι πυροβόλα είχαμε, κανόνια είχαμε, όλα τα πάντα. Ήρθε ένας λόχος, η ορεινή ταξιαρχία κι ο ιερός λόχος πόσοι ήτανε αυτοί 300-400… ήτανε και 300 χωροφύλακες. Το νερό να τους κόψουμε, όπως έλεγα μ’ ένα ταγματάρχη που καθόμασταν και συζητάγαμε, λέω το νερό να τους κόψουμε και το φως να τους κόψουμε, από πάνω ήμασταν να τους ρίξουμε και δυο τρεις όλμους! Έχουμε συναγωνιστή ταγματάρχα τα κανόνια;
Τα ’χουμε! Γιατί δεν τους βομβαρδίζουμε; Πάει τελειώσαμε, το ξετινάξαμε!
Ο Παπανδρέου με τους άλλους ήτανε στη Βάρκιζα. Εν τέλει οπισθοχωρήσαμε κανονικά κι ερχόμαστε στη Λαμία και μας αφοπλίζουν και τα παραδώσαμε και τελειώνει ο πόλεμος αυτός.
Εκεί παραδώσατε κι εσείς τα όπλα στη Λαμία κι έφυγες άοπλος από κει και πήγες που;
-Ήρθα στο Καινούργιο, έκανα με τους Κατσιμαρδαίους τον Κώστα και τον αδερφό του κεραμιδαριό, βγάζαμε κεραμίδια, εγώ έφτιαξα το μισό το σπίτι…
Οι χωριανοί μας οι Καινουργιώτες με κατέτρεξαν! Δύο άτομα
Για ποιο λόγο επειδή εσύ πήρες μέρος στην Αντίσταση;
-Ναι αυτοί ήτανε δεξιοί, πήγαιναν και στον Παπαϊωάννου για να πάρουν λεφτά!
Ποιοι ήτανε αυτοί;
Ήρθανε οι καταστάσεις αυτές, μου ζητάγανε το πιστόλι, δεν έχω πιστόλι.
Ποιοι ήτανε αυτοί;
Δύο Καινουργιώτες χωριανοί μας!
Να τα πούμε τα ονόματα;
Να τα πούμε!
(και μου αποκαλύπτει δύο ονόματα)
Λοιπόν ορέ παιδιά δεν έχω τίποτα…την Τρίτη φορά μου λένε θα σου δώσουμε τρεις μέρες διορία, αν δε μας το φέρεις θα σε πάμε στην Παραβόλα. Στην Παραβόλα γίνονταν…είχανε σκοτώσει και τον μακαρίτη το Σπύρο τον Λαμπροκωστόπουλο, στην πλατεία στο Καινούργιο. Λοιπόν με τα παιδιά ήμασταν μαζί…ο Νίκος Λαμπροκωστόπουλος ήτανε στο πυροβολικό, με κάτι ξαδέρφια του.
Λοιπόν τι να κάνω τώρα; τα παρατάω πούλησα ένα αυτοκίνητο κεραμίδια και πήρα τα λεφτά, χωρίς να πω τίποτα στους συνεταίρους εκεί, που ήμασταν φίλοι. Πήρα τα λεφτά κι έφυγα, τάχα βάλει τα λεφτά βέβαια, έτυχε να τα πάρω, σηκώνομαι και μία και δυο και φεύγω. Έρχομαι στο Θέρμο, στη Μόκιστα είχα έναν ξαδερφογαμπρό και του λέω το περιστατικό αυτό, ήτανε δεξιός και μου λέει να πάω να κονομήσω ένα πιστόλι, να πας να το δώσεις;
Όχι του λέω, αυτό δεν το δέχομαι, δεν το δέχομαι γιατί μετά μπορεί να μου πούνε φέρε κι άλλο, φέρε κι εκείνο κλπ δεν το δέχομαι αυτό.
Φεύγω λοιπόν από κει και πάω στο χωριό στη Ροσκά. Ο πατέρας μου ήταν εκεί τότε.
Μιλάμε για το 1945 και μετά, τώρα;
-Ναι, πήγα εκεί στο γέροντα κι από κει μετά λοιπόν, δεν μπορούσες ούτε κει να καθίσεις, να σταθείς, έρχονταν οι Γκοριστιάνοι κάτω αυτού
Δέρνανε κόσμο σκοτώνανε…
Φεύγω και πάω στη Λειβαδιά, έκατσα μια βδομάδα στο Κομμουνιστικό Κόμμα, από κει ήτανε ο Σούρλας, ήτανε άλλοι που βάραγαν!
Ματαφεύγω, όταν μπήκα μέσα στη Λαμία και πήγα το βράδυ, δεν είχανε φτάσει τα επεισόδια ακόμα στη Λαμία, μπήκα μέσα και βρήκα πάρα πολλούς καπεταναίους, και μόλις μ’ είδανε σηκωθήκανε απάνω και τέτοια και λέω θα πάω για τη Στυλίδα, για να τινάξω ελιές, να τρυπώσω έλεγα. Μου λένε οι καπεταναίοι εκεί ωπ! που πάς; εκεί ο νοσοκόμος που είχες στο λόχο σου, είναι απ’ τους άλλους λέει και δέρνει!
Και ω του θαύματος!
Όπως κάνω κάτω να πάω για τη Στυλίδα, έρχονταν μ’ ένα κάρο απάνω πεντ’ έξι οχτώ και νάτος! Μπροστά μου!
Με κατατόπισαν οι άνθρωποι εκείνοι θα πήγαινα για φίλο, μόλις με βλέπει: Ω καλώς τον τι γίνεσαι ρε Γιάννη; Που θα πας; Πάω για καμιά δουλειά κάτω…Μόλις έφυγαν, απομάκρυναν γυρίζω από άλλο δρόμο και μία και δυο …κι έρχομαι στο Καρπενήσι!
Απ’ το Καρπενήσι δεν μπορούσα να περάσω προς τα κάτω, προς το Καινούργιο. Απ’ το Καρπενήσι φτάνω στα διπόταμα, στη γέφυρα που περνάει για τον Προυσό και παίρνω τον ποταμό απάνω και πάω σ’ ένα χωριό που λέγεται Πρόδρομος, Κόπραινα λέγονταν τότε. Είναι η μάνα μου από κει, πήγα στη γιαγιά μου, έκατσα το βράδυ εκεί. Της λέω, γιαγιά θα το πεις μόνο στη μάνα μου, ότι πέρασα κάτω, γιατί ήξεραν οι γονείς πως ήμουν προς τη Λειβαδιά. Λέω να πεις στη μάνα μου, ότι πέρασα για τ’ Αγρίνιο κάτω, να ξέρει τουλάχιστον προς τα πού χάθηκα!
Περνάω κάτω εδώ είχα ένα μπαστούνι, είχα τη χλαίνη που είχα στο αντάρτικο την είχα ξηλώσει και την είχα φτιάξει παλτό…ξεκίνησα και πήγαινα. Φθινόπωρο τώρα έρχομαι στα Σιταράλωνα βραδάκι, μπαίνω σ’ ένα καφενείο μέσα. Μου λέει ένας, σε βλέπω που έχεις καλό παλτό, μήπως ήσουνα αντάρτης;
Άσε με ρε άνθρωπε, του λέω, ψάχνω να βρω κανένα κοπάδι πρόβατα να φυλάξω, να βγάλω ένα κομμάτι ψωμί!
Δρόμο, βγαίνω στο Ζευγαράκι, πριν φτάσω στο Ζευγαράκι σ’ ένα χωριό απ’ αυτά(της Μακρυνείας εννοεί) βγήκα έξω απ’ το δρόμο και κοιμήθηκα. Στην κάτω πλευρά στο Ζευγαράκι λέω σε κάποιον μπάρμπα μπορείς να με φυλάξεις αυτό κι αυτό, είχε ένα σακούλι κρεμασμένο με κάτι ελιές μέσα κι ένα ξεροκόμματο πάει και το παίρνει και μου το δίνει. Λέει ούτε μ’ είδες ούτε σ’ είδα γιατί θα τράβαγε περισσότερα μαρτύρια αυτός…δεν μπορούσε να σε φυλάξει. Ξέρεις από πρόβατα; Ξέρεις να πας στ’ Αγρίνιο μου λέει; Ξέρω.
Όταν φτάσεις στ’ Αγρίνιο, θα πας στη Ντούτσαγα και θα ζητήσεις τον τάδε άνθρωπο.
Φτάνω εκεί τον βρίσκω, ένας μέτριος άνθρωπος με το μουστακάκι του. Γεια σου ρε μπάρμπα, γεια σου καλόπαιδο, εκεί έχω «πεθάνει»! Του λέω μπάρμπα είμαι καλό παιδί, αυτό έλεγα, έχω μάνα έχω πατέρα έχω τρεις αδερφές.. ήμουνα αντάρτης αυτό κι αυτό, με κυνηγάνε να με σκοτώσουνε, μπορείς να με φυλάξεις;
Όταν έφτασα εκεί του είπα για πρόβατα (να δουλέψει τσοπάνης) και μου λέει πήρα. Γι’ αυτό σου ’πα προηγουμένως ότι είμαι «πεθαμένος» εκεί. Μόλις μου είπε ότι πήρα τσοπάνο τώρα λέω πέθανα, τελείωσα! Τότε του είπα αυτά, που είπαμε τώρα, τα προηγούμενα.
Μου λέει εγώ θα σε φυλάξω! Και μη φοβάσαι τίποτα!!
Πως λέγονταν αυτός που σε προστάτεψε;
- Έλα μαζί μου. Παρά κάτω ήταν το σπίτι, τρία αδέρφια ήτανε αυτά., Κουρκούνης λέγεται! Γεώργιος Κουρκούνης!!! Είχε οχτώ παιδιά τέσσερα κορίτσια τέσσερα αγόρια.
Με πήρε και με πήγε στο σπίτι, γυναίκα λέει κονόμησα κι άλλο παιδί!
Να μας ζήσει, λέει εκείνη η καημένη, θεός σχωρέστην.
Πως σε λένε;
Γιάννη …(εδώ η φωνή του έσπασε, ολοκλήρωσε την απάντησή του μονολογώντας με λυγμό)…Οχτώ παιδιά! Να τρώω, να με ντύνει, να με φυλάει!
Μη φοβάσαι τίποτα μου λέει!
Έκατσα ένα χρόνο εκεί …
Μετά δημιούργησα οικογένεια, έφυγα πήγα στην Αθήνα. Είχαμε επαφές.
Στην Αθήνα δούλευα θυρωρός.
Πως έγινε κι ασχολήθηκες με τα διοικητικά του ποδοσφαίρου κι έγινες μέχρι και ταμίας στην ΑΕΚ Αθηνών;
-Έμεινα στην Πλατεία Αμερικής, εκεί ήταν όλο Κωνσταντινοπολίτες, ήταν τα γραφεία της ΑΕΚ. Εγώ δεν ήμουνα ποδοσφαιρόφιλος, αλλά εκεί όπως είναι η πλατεία ήτανε οι ταξιτζήδες και ο αδερφός της πεθεράς μου ήταν αξιωματικός, με τέσσερα γαλόνια, ήτανε στην τροχαία και τους απάλλασσα (από κλήσεις) τους ταξιτζήδες όλους. Να πάμε στο γήπεδο λένε και με πήρανε μια μέρα και με πήγανε στο γήπεδο. Ξεκίνησε αυτή η ιστορία με το γήπεδο. Σεις θα πληρώσετε, αφού σε παίρνουμε εμείς θα πληρώσουμε το εισιτήριο. Μόλις μπήκαμε μέσα λέω ποια είναι η ομάδα που έχετε; Για να ξέρω ποια είναι. Εγώ δεν είχα ιδέα από ομάδες, εγώ κοίταγα πως θα βγάλω το καρβέλι, δεν κοίταγα τις ομάδες. Λένε, αυτή με τα κίτρινα!
Ρωτούσα γιατί σφυρίζει αυτό, γιατί είναι κόρνερ, γιατί είναι εκείνο, γιατί είναι το άλφα γιατί είναι το βήτα;
Ήρθανε μετά λένε θα σε γράψουμε μέλος, όπως γίνεται. Ναι αλλά εσείς θα πληρώνεται εγώ δεν πληρώνω, δεν έχω! Εμείς. Α εντάξει, μπήκα λοιπόν εκεί σιγά - σιγά, ήταν ένας πρόεδρος πολύ καλός, ανεβήκαμε έβγαζα διαβατήρια, έκανα και ταξίδια, εισιτήρια έκανα πολλά καλά στην ΑΕΚ. Σε Καινουργιώτες πόσα εισιτήρια έδωσα κι απ’ την Αθήνα κι από τον Άγιο Δημήτριο εξυπηρετούσα κόσμο.
Στο τέλος ήθελε να βγάλει τον προσωπικό του καημό. Εγώ απλά τον κατέγραψα.
- Ήρθε, έκανα τα παιδιά, καλή οικογένεια έκανα, καλά παιδιά. Έφτασα στο τέλος της ζωής, τώρα λοιπόν φίλε, έχασα το παιδί μ’ άφησε δυο μικρά κι αυτό με πλήγωσε, έχουμε τελειώσει!
Τελειώνοντας, Ποιο μήνυμα θέλεις να στείλεις σ’ αυτούς που θα διαβάσουν αυτή τη συνομιλία μας;
Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον, η ζωή έχει περιπέτειες…Εύχομαι τέτοια χρόνια να μην ξανάρθουν για τον Ελληνικό λαό, να υπάρχει αγάπη και ομόνοια! Αλλά βλέπω δυστυχώς έχει ξεφύγει πολύ ο κόσμος…Δεν υπάρχει σεβασμός, δεν υπάρχει εκείνο, το άλλο. Τώρα έχουμε και την οικονομική κρίση, που όλοι αυτοί οι κύριοι "φάγανε" όλα αυτά τα χρόνια και δύσκολα θα περάσει ο κόσμος!
Αλλά να μη γίνει αυτό που έγινε!
Εδώ τελείωσε η συνομιλία μας.
Ο αείμνηστος Γιάννης Μυζήθρας, είχε γίνει γνωστός για τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση. Θυμάμαι, από μικρό παιδί, παλιούς Καινουργιώτες, να λένε ιστορίες γι’ αυτόν.
Σχεδόν πάντα όταν έρχονταν απ’ την Αθήνα, συναντούσε τον πατέρα μου και συζητούσαν τα παλιά.
Μια απ’ αυτές τις φορές, πριν κάποια χρόνια, μεσημέρι ήτανε θυμάμαι, μου είχε εξιστορήσει τα περισσότερα απ’ τα παραπάνω που περιγράφει.
Είχα στο μυαλό μου να τα καταγράψω, γιατί τα θεώρησα ενδιαφέροντα.
Ήθελε κι αυτός να τα πει, διαπίστωσα πως είχε την ανάγκη να τα περιγράψει.
Λες και περίμενε, να μου παραχωρήσει αυτή τη συνέντευξη, πριν φύγει απ’ τη ζωή!
Μέσα στο πορτοφόλι του, είχε πάντα, δυο φωτογραφίες του Άρη Βελουχιώτη!
Στην καρδιά και στην ψυχή του, τον ίδιο τον Πρωτοκαπετάνιο!
Απ’ την περασμένη Πέμπτη 21 Οκτώβρη έφυγε…ξανά με τα πόδια, για την αιωνιότητα!
Ίσως να τον ξαναντάμωσε!!!
Ρώτησα κάποτε τον πατέρα μου για τον Γιάννη Μυζήθρα τον Καπετάν Όλμο, αφού μου επιβεβαίωσε τη λεβέντικη προσφορά του στην Εθνική Αντίσταση, μου είπε:
«Ο Γιάννης ήταν ψυχωμένο παλικάρι»!
Δημήτρης Ντόκας