«Η κοινωνία σε θέλει να είσαι απλώς ένα φωτοαντίγραφο, ποτέ ένα πρωτότυπο» Όσσο

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

Ερώτηση του Βουλευτή Αιτ/νίας κ. Παναγιώτη Κουρουμπλή σχετικά με την απελευθέρωση του επαγγέλματος των ΤΑΞΙ

Ερώτηση κατέθεσε ο Βουλευτής Αιτ/νίας κ. Παναγιώτης Κουρουμπλής, προς τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κ. Ιωάννη Ραγκούση αναφορικά με την απελευθέρωση του επαγγέλματος των ΤΑΞΙ.
 Στην κατατεθείσα ερώτηση ο κ. Π. Κουρουμπλής αναφέρει ότι «τις τελευταίες ημέρες διαπιστώνουμε έντονα τη δημιουργία ενός πανελληνίου θορύβου διαμαρτυρίας των ιδιοκτητών και των οδηγών ταξί για την επικείμενη απελευθέρωση του επαγγέλματός τους. Γνωρίζουμε ότι στο πλαίσιο εφαρμογής του Νόμου 3919/2011 που προβλέπει την επαγγελματική ελευθερία συγκεκριμένων κλάδων, καταργώντας αδικαιολόγητους  περιορισμούς στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων, η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων είχε ήδη επεξεργαστεί, και δημοσιοποιήσει Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο τύγχανε της συναινέσεως του κλάδου αυτοκινητιστών ΤΑΞΙ».
Ο κ. Κουρουμπλής επισημαίνει ότι «πολλαπλά θέματα ρυθμιζόντουσαν με το σχετικό Διάταγμα το όποιο προέβλεπε όχι μόνο την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών και συγχρόνως το κύρος του επαγγέλματος, αλλά προστάτευε και την ομαλή εξέλιξη του συγκεκριμένου κλάδου. Γνωρίζουμε ότι είχε γίνει αποδεκτός ανάμεσα στους εμπλεκομένους φορείς ο μαθηματικός τύπος που όριζε την αντιστοιχία 2,5 ΤΑΞΙ ανά χίλιους κατοίκους για Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και 2 για την υπόλοιπη χώρα. Η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου σας, επιθυμώντας να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους που συμφωνήθηκαν δημιούργησε αβεβαιότητα στους επαγγελματίες του χώρου του ΤΑΞΙ οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν εντόνως. Θεωρούμε ότι αν δεν προηγηθεί έγγραφη κατάθεση των σχεδιασμένων προθέσεων του Υπουργείου και επακολουθήσει  σχετική νέα διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους του κλάδου δεν θα πρέπει να προχωρήσουμε σε βεβιασμένες ενέργειες».
Καταλήγοντας στην ερώτησή του ο κ. Π. Κουρουμπλής ερωτά τον κ. Υπουργό εάν προτίθεται να προβεί σε πλήρη επαναδιαπραγμάτευση των όρων του συμφωνηθέντος ήδη Προεδρικού Διατάγματος και εάν ναι, να εξηγήσει τους  λόγους που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη πολιτική.