«Η κοινωνία σε θέλει να είσαι απλώς ένα φωτοαντίγραφο, ποτέ ένα πρωτότυπο» Όσσο

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

«Αντιφώντος του προδότου»

Γράφει ο Νικόλαος Σ. Σιάμος

Στα 411 π.Χ. η Αθήνα διέρχονταν βαθύτατη πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση. Με τον κορμό του πολιτεύματος –ναύτες και οπλίτες– να σπάει πέτρες στα λατομεία της Σικελίας, τους δημαγωγούς να άγουν και να φέρουν τα υπολείμματα του άλλοτε κραταιού δήμου, με τα ταμεία αδειανά εξ αιτίας του πολέμου και της κακής διαχείρισης, η δημοκρατία του Περικλή και του Εφιάλτη, έπνεε τα λοίσθια.

Οι καραδοκούντες και μηδέποτε συμβιβασθέντες με τη δημοκρατία, ολιγαρχικοί, εκμεταλλευόμενοι την λειψανδρία και την εν γένει δυσαρέσκεια των πολιτών –κυρίως της μεσαίας τάξεως– απέναντι στους τότε άρχοντες, με αρχηγούς τον Πείσανδρο, τον Αντιφώντα, τον Θηραμένη και τον Φρύνιχο, επέβαλλαν έκτακτα μέτρα και τροποποίησαν («μετάστασις») το πολίτευμα.
Αντικατέστησαν την εκκλησία του δήμου με τους «πεντακισχιλίους». Ένα σώμα συγκείμενο από πέντε χιλιάδες πολίτες, οι οποίοι επελέγησαν με κριτήριο την περιουσία και την ικανότητά τους να φέρουν όπλα.
Κατήργησαν την μισθοδοσία των πολιτών, οι οποίοι υπηρετούσαν σε δημόσιες θέσεις (εκτός των πρυτάνεων και των αρχόντων).
Διέλυσαν τη βουλή «των πεντακοσίων» και στη θέση της τοποθέτησαν τη βουλή «των τετρακοσίων». Την οποία και πλαισίωσαν –πράγμα πρωτοφανές για τη δημοκρατία– με σωματοφυλακή (τα ΜΑΤ της εποχής), αποτελούμενη από εκατόν είκοσι νεαρούς, η οποία τρομοκρατούσε  τους αντιπάλους της.

Όπως συμβαίνει, όμως, με όλες τις τυραννίες και με όλους τους τυράννους, οι ολιγαρχικοί, δεν αρκέστηκαν στις τροποποιήσεις. Αφού παραμέρισαν τους μηδέποτε συγκληθέντες «εις εκκλησίαν», πεντακισχιλίους, ανέλαβαν την εξουσία οι ίδιοι, εγκαθιδρύοντας στην πόλη ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς. Με αποτέλεσμα, στις θέσεις, τις οποίες λάμπρυναν επιφανείς δημοκράτες του παρελθόντος, αναρριχήθηκαν οι δημαγωγοί της χούντας και οι συμπαθούντες αυτούς.

Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν η εξαχρείωση των πολιτικών και των κοινωνικών ηθών, την οποία επέφεραν διά του φόβου, της ανασφάλειας και της δυσπιστίας.
Οι πολίτες, εξ αιτίας του ότι και επιφανείς δημοκρατικοί είχαν αυτομολήσει στους ολιγαρχικούς, και των ψιθύρων, τους οποίους διέδιδαν οι συνωμότες, περί του πλήθους των και περί της δυνάμεώς των, δεν ήξεραν πλέον ποιον να εμπιστευτούν. Ο λαός, γράφει ο Θουκυδίδης, δυσπιστούσε προς τον ίδιο του τον εαυτό. [«φοβούμενοι μη τω όντι ώσι και προς τινα ειπών τις τι αγνοία ασφαλή (…) φόβον ες αλλήλους παρέξειν». (ΒΙΒΛΙΟΝ Η΄, 93).]
Οι ολιγαρχικοί, αφού πήραν με το μέρος των τους αγρότες της Αττικής, οι οποίοι είχαν πληγεί περισσότερο από τις υπόλοιπες τάξεις εκ του πολέμου –λόγω του ότι οι Λάκωνες εισβολείς, με ορμητήριο την Δεκέλεια, κατέστρεφαν τη γη, εκαρπούντο τα προϊόντα της και κατέκοπταν τα καρποφόρα δέντρα– εδραίωσαν τη θέση τους στο εσωτερικό και επεχείρησαν να επιβάλλουν το ίδιο καθεστώς στους εναπομείναντες συμμάχους των Αθηνών.

Παραλλήλως, προχώρησαν και σε ακραίες προδοτικές πράξεις. Όπως ήταν η προσπάθειά τους να συνεννοηθούν με τους εχθρούς, η κατασκευή του εν Ηετιωνία τείχους, προς διευκόλυνση του λακωνικού στόλου, προκειμένου αυτός να καταλάβει τον Πειραιά, και η συγκέντρωση του σίτου σε ειδικές αποθήκες, με σκοπό να τον πωλήσουν οι ίδιοι. [«ίνα τους πολεμίους μάλλον, όταν βούλονται, και ναυσί και πεζώ δέξωνται (…) και τον σίτον ηνάγκαζον πάντας τον υπάρχοντά τε και τον εισπλέοντα εξαιρείσθαι και εντεύθεν προαιρούντας πωλείν». (Αυτόθι, 90).]
Όλα τούτα προκάλεσαν την αγανάκτηση και την εξ αυτής αντίδραση των μετριοπαθών του καθεστώτος, αλλά και του στόλου της δημοκρατίας, ο οποίος εκείνον τον καιρό ναυλοχούσε στη Σάμο.
Δυο παλικάρια, δημοκράτες, ο τριήραρχος Θρασύβουλος και ο οπλίτης Θράσυλος, ξεσήκωσαν τα πληρώματα και ορκίστηκαν πίστη στη δημοκρατία. Διεμήνυσαν δε στους προδότες των Αθηνών, ότι θα πλεύσουν για τον Πειραιά, αν δεν αποκαθιστούσαν το πολίτευμα.

Η αντίδραση του στόλου ήταν καθοριστική. Ο δήμος των Αθηνών αναθάρρησε, ξεσηκώθηκε και τιμώρησε τους προδότες. Ο Φρύνιχος, δολοφονήθηκε καταμεσής της αγοράς, από το μέλος κάποιας περιπόλου, και ο δολοφόνος παρέμεινε ασύλληπτος. Ο Πείσανδρος με ένιους εκ των τετρακοσίων αυτομόλησε στους εν Δεκελεία Λάκωνες [(«και όσοι ήσαν της ολιγαρχίας μάλιστα υπεξέρχονται ες την Δεκέλειαν» (αυτόθι, 98)] και ο θεωρητικός του καθεστώτος, Αντιφών, δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε. [«υπό του δήμου εκακούτο». (Αυτόθι, 68).]
Το σπίτι του, όπως και εκείνο του συνεργάτη του, Αρχεπτόλεμου, ισοπεδώθηκε και στη θέση του ανήγειραν στήλη με την επιγραφή: «ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΟΥ». [«και τω οικία κατασκάψαι αυτών και όρους θείνα (επί) τοιν οικοπέδοιν, επιγράψαντας ΑΡΧΕΠΤΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΩΝΤΟΣ ΤΟΙΝ ΠΡΟΔΟΤΑΙΝ». (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: «ΒΙΟΙ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΡΗΤΟΡΩΝ», 834a).]

Ποιος αμφιβάλλει ότι οι σημερινοί βιαστές της δημοκρατίας και προδότες του έθνους θα έχουν το ίδιο τέλος, αν συνεχίσουν την πολιτική, η οποία καταργεί το δήμο (δεν τους εξουσιοδότησε να εκποιήσουν την πατρίδα), καταστρέφει την μεσαία τάξη και εξαθλιώνει τους πτωχότερους των πολιτών;
Νομίζουν, αφελώς, ότι θα τους προστατέψει η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο υπερατλαντικός σύμμαχος, αλλά πλανώνται. Όταν ξεσπάσει η οργή των πολιτών και ο θυμός της μάζας, θα τους εγκαταλείψουν ως στυμμένες λεμονόκουπες. Όπως εγκατέλειψαν και άλλους λακέδες των, σύγχρονους και παλαιότερους.
Και τότε, οι αποδοκιμασίες και τα γιαουρτώματα του σήμερα, θα φαντάζουν ως φιλοφροσύνες.–