
σουραύλιζε ο Φοίβος αειφόρα.
Στα διαλεχτά μας τα εργόχειρα
κλεψύδρα, οι νότες, χρονοβόρα.
Κι όπως αναδυότανε γλυκόφωνα
μεθούσαν στα κατάμεστα μπαλκόνια
των οφθαλμών μας τη εικάζουσα
λες και σελήνης ιριδίζουσα, αιώρα.
Μεσούρανα η νυχτιά η χρυσοφόρα
της Μάγιας τα παιδιά αντικαθρέφτιζε
στης έγνοιας τον απέραντο βυθό
σμαράγδια ρουμπινί για θησαυρό.
Έρμα, η ώρα, μυστικά ετοιμαζόταν
να τα εσωκλείσει ως εικόνες της
ανάγλυφα στον έσχατο εαυτό της
κι ό,τι συνόδευε ανέμελα ο αχός τους...
Θες δρόμους έστω βελουδένιας μοίρας
Θες κάβους κάποιας μακρινής πορείας
Κεχριμπαρένιες "πέρλες" θες αοιδών
Και ανωγείων αρρήτων πλοηγών ...
Τάσος Παντ. Δασκαλάκης