«Η κοινωνία σε θέλει να είσαι απλώς ένα φωτοαντίγραφο, ποτέ ένα πρωτότυπο» Όσσο

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Η επέτειος του «ΟΧΙ» στην εποχή του «ναι» Ποια είναι η πατρίδα μας;

Μαθήτριες στο Αγρίνιο
παρελαύνουν μπροστά από Γερμανούς αξιωματικούς
και τον διοικητή των ταγμάτων ασφαλείας Γεώργιο Τολιόπουλο.

«Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτόν που αφήνω πίσω μου σίγουρα δεν είναι πια η Ελλάδα μου. Αυτός είναι άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν. Τι θέλω εγώ ανάμεσά τους; Να 'στε όλοι καλά.
+ Του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη


Γνωρίζουμε πολύ καλά ως εκπαιδευτικοί, ότι πολλές φορές οι σχολικές γιορτές για αυτή ή την άλλη Εθνική Επέτειο μόνο χασμουρητά προκαλούν σε όσους, μαθητές και εκπαιδευτικούς, είναι υποχρεωμένοι να τις παρακολουθήσουν. Ίσως γιατί η κυρίαρχη πολιτική προωθεί την άγνοια του παρελθόντος καθώς γνωρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο υπονομεύει κάθε δυνατότητα δράσης στο παρόν. Ίσως γιατί στο κλίμα της εποχής ευδοκιμεί η υποταγή σ΄ ένα παρόν που θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, ενώ συγχρόνως ξεριζώνονται ερωτήματα που μπορούν να υπονομεύσουν αυτή την εικόνα. Ίσως και γιατί οι περισσότεροι δεν αντέχουμε να μας μιλάνε σε κάθε επέτειο για πατρίδα, αγώνες και θυσίες, για «εθνική υπερηφάνεια», για «εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία» αυτοί που εκποιούν κομμάτι κομμάτι την Ελληνική Γή...
στα πλαίσια της πράσινης ανάπτυξης και φτωχοποιούν το λαό. Ίσως δεν αντέχουμε πια να μας μιλάνε σε κάθε εθνική επέτειο για «τα περήφανα νιάτα και τα τιμημένα γηρατειά» οι ίδιοι που καταδικάζουν τη νεολαία στην ανεργία και στα μεροκάματα πείνας, σε ένα μέλλον σκοτεινό και αβέβαιο, ενώ την ίδια στιγμή υπογράφουν τον γρήγορο θάνατο των πατεράδων και των μανάδων μας που βγήκαν στη σύνταξη.

Αλήθεια φέτος τι θα πει η κα υπουργός Παιδείας για το μεγάλο ΟΧΙ των Ελλήνων του 1940, όταν η ίδια ψήφισε χθες την σκλαβιά στην τρόικα των επιγόνων εκείνων που άφησαν τα κόκαλά τους στην Πίνδο και στο Γράμμο και σε όλων εκείνων που πέθαναν από την πείνα;
Τι θα πει στους άνεργους και στους πεινασμένους, στην οικογένεια και στους συναγωνιστές του Δημήτρη Κοτζαρίδη, που μόλις άφησε την τελευταία του πνοή στον περιστύλιο της «δημοκρατίας» από την χημική βαρβαρότητα των νεοφιλελεύθερων σοσιαλι(η)στών;

Ίσως για κάποιους από αυτούς τους λόγους να κοιτάμε, δάσκαλοι και μαθητές, συχνά τα ρολόγια μας πότε θα τελειώσει κι αυτή η σχολική γιορτή. Κι όμως, οφείλουμε να πούμε ότι στην πρώτη επέτειο του ΟΧΙ, το 1941, στα πιο μαύρα χρόνια της φασιστικής κατοχής, χιλιάδες απλοί άνθρωποι, με κίνδυνο της ζωής τους ξεχύθηκαν στους δρόμους της σιδηρόφρακτης Αθήνας για να τιμήσουν την ίδια τους την ιστορία.
Γιατί αυτή η ιστορία μας ανήκει.
Ανήκει στον εργαζόμενο λαό μας, αυτόν που παράγει με τα χέρια του και το μυαλό του τα μύρια αγαθά ενώ την ίδια ώρα γεύεται πείνα και ανασφάλεια. Ανήκει σε αυτούς που αγωνίζονται για την καθημερινή επιβίωση γιατί κάτι σαν και αυτούς τόλμησαν πριν από εβδομήντα χρόνια να πούνε ΟΧΙ στην σκλαβιά την ίδια ώρα που το σύνολο της άρχουσας τάξης, των πλουσίων, των κομμάτων που εξουσίαζαν, οι πολιτικοί πρόγονοι αυτών που σήμερα μιλάνε στις τηλεοράσεις για ανεξαρτησία και δημοκρατία, είτε έφευγαν στο εξωτερικό είτε συγκυβερνούσαν με τον κατακτητή στα μαύρα χρόνια 1940-1944. Ήταν αυτοί που έγραφαν το 1941 για τη νύχτα που κατέβηκε η Σβάστικα από το Μανόλη Γλέζο και τον Απόστολο Σάντα τα παρακάτω:
«Δεν είναι δυνατόν να ήσαν άνθρωποι με σώας τας φρένας αυτοί που υπεξαίρεσαν εν ώρα νυκτός την Γερμανικήν σημαίαν, η οποία εκυμάτιζεν, επί της Ακροπόλεως, παραπλεύρως της Εθνικής μας Σημαίας. Διότι μόνον παράφρονες ή όργανα ξένης προπαγάνδας ημπορούσαν να διαπράξουν μιαν τόσο επαίσχυντο πράξιν. Και είναι βέβαιον ότι, αν οι δράσται του εγκλήματός της περιήρχοντο εις χείρας του ελληνικού λαού, θα λυντσάροντο από αυτόν τον ίδιον ως εχθροί της πατρίδος μας».(Εφημερίδα «Βραδυνή», 2/6/1941).

Δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτε πιο λυτρωτικό στη σημερινή βαρβαρότητα από μια σχολική γιορτή για την 28η Οκτωβρίου!
Από τον καιρό εκείνο, την εποχή των παππούδων και των πατεράδων μας πέρασαν 71 χρόνια. Σήμερα δεν κατεβάζουν πια την Ελληνική σημαία απ΄ την Ακρόπολη, μόνο κάτι απλήρωτους συμβασιούχους του «Υπουργείου Πολιτισμού» ψεκάζουν σαν τα κουνούπια οι δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας και σέρνοντάς τους σαν τα σκυλιά. Σήμερα δεν πουλά κανείς το σπίτι του για ένα τσουβάλι σιτάρι στους μαυραγορίτες, αλλά του το κατάσχει η τράπεζα για λίγα Ευρώ ή θα το υποθηκεύει η «κοινωφελής ΔΕΗ» της ελεύθερης οικονομίας με τα χαράτσια που έρχονται! Σήμερα δεν μας πολεμάνε οι Γερμανοί με τα τανκς και τα στούκας, αλλά μας πουλάνε παλιοσιδερικά και υποβρύχια που γέρνουν, έτσι που καταχρεωμένοι δε μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Σήμερα δεν κλέβουν τη σοδιά μας (που δεν υπάρχει πια), αλλά μας επιβάλλουν πρόστιμα αν παράγουμε έστω κι ένα κιλό παραπάνω απ΄ το πλαφόν που έχει καθοριστεί στις Βρυξέλλες. Χιλιάδες οι άνεργοι πτυχιούχοι, η βιομηχανία και η μεταποίηση έχει εξαφανιστεί και τα οικονομικά τζάκια, αφού ξεζούμισαν τον έλληνα εργάτη, το μετανάστη, τον ελαστικό τετραωρίτη μεταφέρουν σαν ύαινες που οσμίζονται αίμα τα εργοστάσιά “τους” στις διπλανές χώρες των φτηνών χεριών, του χαμηλού κόστους παραγωγής.

Και εμείς; Τι περιμένουμε;
Ότι οι κουφοί… παραχωρήσεις θα μας κάνουν κι οι αχόρταγοι κάτι θε να μας δώσουν;
Ότι οι λύκοι θα μας ταΐσουνε αντί να μας καταβροχθίσουν;
Ότι από φιλία θα μας προσκαλέσει η τίγρη να της βγάλουμε τα δόντια;… Τέτοια περιμένουμε;...                      Μπ. Μπρέχτ.

Σ’ αυτήν την περίοδο, όπου η κρίση φτάνει με τη μορφή της κόλασης και άρχισε να ανάβει τις φωτιές των θυσιαστηρίων, για να κάψει δικαιώματα και κατακτήσεις, πρέπει να σκεφτούμε πολλαπλά και καίρια. Όταν το κυρίαρχο σύστημα ετοιμάζει για μας και τα παιδιά μας το κολαστήριο της ανεργίας, των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών μισθών και συντάξεων, τότε πρέπει ν’ αντιδράσουμε! Να σκεφτούμε πώς δε θα παραδώσουμε στη νέα γενιά ένα κοινωνικό, εργασιακό και πολιτικό περιβάλλον χειρότερο απ’ ότι παραλάβαμε. Να αναλύσουμε την κατάσταση με «νου παγερό» και «φλογερή καρδιά», με «μάτι φώσφορο» και «κουμάντο γερό», έτσι ώστε ο φόβος να μένει μονάχος του και κανείς να μην αισθάνεται μόνος. Πολλοί άνθρωποι υπήρξαν πάντοτε στην πολιτική τ’ αφελή θύματα των άλλων εφ’ όσον δεν θα ‘χουν μάθει, πίσω από τις φράσεις, τις διακηρύξεις και τις υποσχέσεις, ηθικές, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές, να διακρίνουν τα συμφέροντα αυτών ή των άλλων τάξεων.

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
Να το καταλάβουμε. Η μια πατρίδα μας ταξιδεύει στα ελβετικά σαλέ, παίρνει μίζες από τις Siemens, αγοράζει κάμερες που φωτογραφίζουν το λαό, έχει εφεύρει δεκάδες τρόπους για να θωρακίζει το «είναι» και το «αντέχειν» της από τον εσωτερικό εχθρό της. Η άλλη πατρίδα μας, όλοι εμείς, τρέχει για το μεροκάματο, ζει με 400 ευρώ, πεθαίνει στην ανεργία και στην αλλότρια εργασία, αναγκάζεται να πληρώνει τις θηλιές των τραπεζών που βλέπουν τα αμύθητα κέρδη τους να αυξάνονται. Αυτές οι δύο πατρίδες συγκρούονται. Άτυπα και φανερά. Υπόγεια και στους δρόμους. Άλλοτε δυνατά κι άλλοτε αδύναμα. Αλλά συγκρούονται. Ο ένας κόσμος δεν έχει τίποτε κοινό με τον άλλον. Στη Ρώμη, το χειρότερο μαρτύριο ήταν όταν έδεναν ένα υγιές κορμί με ένα σαπισμένο ώσπου να σαπίσει και αυτό. Οφείλουμε να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο γιατί αν συνηθίσουμε το κακό, θα του μοιάσουμε!
Ε, λοιπόν να το καταλάβουν: η Δική μας Πατρίδα δεν είναι οι εντολές των τοκογλύφων! Η Δική μας Πατρίδα δεν είναι οι κυβερνητικοί εντολοδόχοι της οικονομικής ολιγαρχίας και της τρόικας που κάνοντας την ανομία «νόμο», ψήφισαν και επικύρωσαν τους προσυμφωνημένους όρους των ξένων κηδεμόνων. Η Δική μας Πατρίδα δεν είναι αυτοί που το λίπος γουργουρίζει ακόμη και στη φωνή τους την ίδια στιγμή που ο γιατρός διέγνωσε υποσιτισμό των μαθητών μας. Η Δική μας Πατρίδα δεν είναι αυτοί που φέρνουν τα κοινωνικά δικαιώματα στο απόσπασμα, την ελληνική οικονομία ανέκκλητα στη χρεοκοπία και τη χώρα στη νεοαποικιακή υποδούλωση και λεηλασία.
Δεκάδες φορές ως τώρα στην Ιστορία τον μονόδρομο προς τα Τάρταρα τον έχουν φράξει τα οδοφράγματα. Kάθε Αχελώος και κάθε Λαβύρινθος μπορεί να αντιμετωπιστεί! Μόνη προοπτική για τον εργαζόμενο λαό και την κοινωνία ολόκληρη, είναι η ανατροπή τώρα αυτής της κατοχικής και ξενόδουλης κυβέρνησης και το δυνάμωμα του λαού. Ας δώσουμε ενεργητικά τη συμβολή μας γι’ αυτό το σκοπό. Ας δράσουμε επιτέλους και εμείς τοπικά ως άλλος «ΤΙΤΟΡΜΟΣ ΑΙΤΩΛΟΣ»
Κάτω η αντιλαϊκή και ξενόδουλη κυβερνητική πολιτική. Όλοι στον αγώνα. Όταν γυρεύεις να θερίσεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου. Γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά, παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες των ανθρώπων.

ΖΗΤΩ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΧΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ. Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

(Βασισμένο σε άρθρο του Χρήστου Κάτσικα, συναδέλφου και μέλος του δικτύου των παρεμβάσεων στην εκπαίδευση).

Αγρίνιο, 28 Οκτωβρίου 2011 (Β’ κατοχική περίοδος).
Ρ.Α.Σ.
Ρ.Α.Σ.

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

«Δίκτυο Παλλαϊκής Δράσης ενάντια στο κατοχικό μνημόνιο και μεσοπρόθεσμο».