«Η κοινωνία σε θέλει να είσαι απλώς ένα φωτοαντίγραφο, ποτέ ένα πρωτότυπο» Όσσο

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Σκάσε μη μιλάς, μην τραγουδάς… θα ξυπνήσει η Ελλάς!!!

 Κι εσύ Λαέ βασανισμένε….μην ξεχνάς τον Ωρωπό!
Το 1967 σαν σήμερα: Το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών απαγορεύει την πώληση δίσκων του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και την αναμετάδοση της μουσικής του!


Κι εσύ Λαέ βασανισμένε…. μην ξεχνάς τον Ωρωπό!
Σε τούτο τον τόπο, «το κάρο της ζωής» το τραβάνε οι δυνατοί, οι ωραίοι, οι αληθινοί και οι δυσνόητοι… ανυπόταχτοι αγωνιστές!!!
Χούντα …τρομοκρατία, εκβιασμοί, διωγμοί, κατατρεγμοί, εξορίες και αναίσχυντες συκοφαντίες! Για όποια λέξη, σχετικό θέμα και παράδειγμα, έχω ανεξίτηλες παιδικές θύμισες, έχω πρόσφορο…λόγο, τεκμηριωμένο επιχείρημα, όποιος αμφιβάλει με προσκαλεί η και με προκαλεί του το παραθέτω…

Τότε οχτάχρονο παιδί εγώ, μ’ έβαζε ο πατέρας μου κι οι ωραίοι φίλοι του και θαμώνες του μαγαζιού μας, στο Καινούργιο Τριχωνίδας, σαν έπαιρνε να σουρουπώνει, σαν έπεφτε η νύχτα… να φυλάω τσίλιες έξω απ’ το μαγαζί, για ν’ ακούνε κρυφά μέσα,  απ’ το ραδιόφωνο ειδήσεις και τραγούδια του Μίκη  Θεοδωράκη απ’ τις Ελληνόφωνες εκπομπές των ραδιοσταθμών του εξωτερικού: Εδώ Ράδιο Μόσχα, Σκόπια, Βελιγράδι, Σόφια, Τίρανα, Βουκουρέστι, Ντόιτσε Βέλε και Φωνή της Αμερικής !!!
Τότε απ’ τους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Λαϊκών Δημοκρατιών, άκουγα ανάμεσα στ’ άλλα και «Το Παλικάρι έχει  Καημό», που από τότε αυτό το τραγούδι μου σταμπάρισε την ψυχή, τ’ ακολουθώ και μ’ ακολουθεί!!!

Σαν αγρίευαν οι μέρες και ζόριζαν τα πράγματα, οι «Μυημένοι κομμουνιστές» έκαναν πως καληνύχτιζαν τον πατέρα μου στο μαγαζί, έβγαιναν απ’ την μπροστινή πόρτα και πήγαιναν δίπλα, απ’ τη αυλή στο πίσω απ’ το μαγαζί δωμάτιο του παππού μου. 
Εκεί συνήθιζαν και συνέχιζαν ν’ ακούν κρυφά τους ραδιοσταθμούς του εξωτερικού, από ένα ράδιο (παγκοσμίας λήψεως), που είχε μόνη του συντροφιά, στα στερνά του χρόνια ο παππούς και επαφή με τον έξω κόσμο, γιατί τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του τα πέρασε εντελώς τυφλός από γλαύκωμα!!!
Περνούσαν τα χρόνια μέσα στη βαριά καταχνιά….η πατρίδα μας στέναζε κάτω απ’ τον φασίστικο ζυγό, η δικτατορία στο φόρτε της, αλλά κι η λαϊκή αυτοάμυνα ζωντανή!!!
Μετά το ράδιο του παππού μου, εκεί στα μισά της εφταετίας, έφερε στο μαγαζί μας στο Καινούργιο ένας γνωστός του πατέρα μου, ο κυρ Χρήστος απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο του Αγρινίου, ένα Ηλεκτρόφωνο (Τζουκ-μποξ) απ’ αυτό ακούγονταν τα τραγούδια: Από τη «Στέλλα» σε στίχους της Σ. Τσώτου και μουσική του Γ. Κριμιζάκη με τον Κώστα Βενετσάνο...

τις «Χίλιες Βραδιές» με την αείμνηστη Τζένυ Βάνου (σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου) και μουσική, του μετέπειτα φίλου μου, του Μίμη Πλέσσα … (που μου είπε αργότερα στην Αθήνα ανάμεσα στ’ άλλα, τα πολλά κι όμορφα για μένα… άλλα: «Γράψε αγόρι μου…γράψε στίχους…δεν μπορώ να σου πω εγώ πώς να γράψεις καλύτερα… γιατί τότε θα ’γραφα και μόνος μου»!!! 

...μέχρι και το «Άσωτο παιδί» του Γρηγόρη Μπιθικώτση!!!
 Αυτό ήταν το πρώτο Ζεϊμπέκικο που χόρεψα δημόσια!!!

Δικτατορία… τα ΤΕΑ σε περιπολίες κι ο Λαός μας σε ανησυχίας συνομωτικές αγρυπνίες, με προβληματισμούς, κρυφές συγκεντρώσεις κι Αντίσταση!  
Τότε στις αρχές του ’70 ο φίλος του πατέρα μου και δικός μου μετέπειτα και μέχρι σήμερα φίλος, ο Ηλίας Αντωνόπουλος, ο Λίας ο Γαλάνης,  έφερε στην περιοχή μας το πρώτο στερεοφωνικό φορητό ραδιομαγνητόφωνο... ένα JVC και με τη συντροφιά του άκουγαν απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη κι εγώ στον ίδιο πάντα ρόλο… τσιλιαδόρος μία μέσα μία έξω απ’ το μαγαζί και να ’ναι χειμώνας και να κάνει κρύο και να ’ναι παγωμένες οι ματιές, αλλά πυρωμένες οι καρδιές κι εμένα μεγάλη μου αγωνία μη μας ακούσει ο χαφιές! Καλά τους χωροφύλακες τους γνώριζα, τους διέκρινα από μακριά, αλλά από τότε έμαθα να γνωρίζω και τους ντόπιους βαστάζους του συστήματος, τους καταδότες της ασφάλειας με τα «πολιτικά» ρούχα!!! Μου έμεινε αυτή η ικανότητα και μέχρι σήμερα, τους οσμίζομαι από χιλιόμετρα, έχουν το κάτι άλλο στην περπατησιά, στην όψη, στο βλέμμα …που δε με γελάει!!!
Αραιά και που σαν  πέρναγε η ώρα και η σκέψη ανέβαινε απ’ τις σκάλες του πιοτού κι έφτανε στην αδικοχαμένη γενιά των πατεράδων και των παππούδων μας …έβαζαν αντάρτικα!!!
Τότε ήταν που κράταγα πιο αγχωμένος, τσιταρισμένος τσίλιες, γιατί και οι μέσα στο μαγαζί δεν ήταν πάντα σε πλήρη ετοιμότητα, με την εφεδρική κασέτα στο χέρι, για καμουφλάζ να κάνουν την αλλαγή…σαν έφτανε …ο ανεπιθύμητος!!!
Που να φανταζόμουν τότε …άπραγο παιδί πως θάφτανε η στιγμή μετά από κάτι χρόνια να έρθει στο μαγαζί του πατέρα μου και σε δυο τρία μέτρα απ΄ το ηλεκτρόφωνο να καθίσει ο ίδιος ο Γρηγόρης Μπιθιώτσης και να του πω:
«Εδώ είναι «Του Μπελαμή το Ουζερί»…
και «Το καπηλειό του άγνωστου θεού»!!! (Ο Άγνωστος Θεός)
Φεύγοντας μ’ αγκάλιασε, ήταν το 1996…και ξέσπασε σ’ αναφιλητά!!!
Κι έτσι όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι …κι εγώ βουρκωμένος… άκουγα κι έβλεπα τους αγαπητούς μου χωριανούς όρθιους, να μας χαρίζουν ένα παρατεταμένο χειροκρότημα….
 Αλλά ας ξαναπάμε στα πικραμένα και ματωμένα «παλιότερα». Πέρασαν τα χρόνια έπεσε κι η χούντα … έφυγε απ’ τις ψυχές των ανθρώπων μας η μαύρη «Καταχνιά»…. 
Δεν έφυγε όμως ο φόβος, η πίκρα, η υποψία για τον χαφιέ και της μεταπολίτευσης!
Κι εγώ μικρό παιδί εκεί στο μαγαζί, που από τα οχτώ χρόνια μου και μετέπειτα ήξερα ποιος είναι ο χωροφύλακας, ο ένστολος που έρχονταν για την περιπολία του, αλλά ήξερα ακόμα και ποιος ήταν ποιος, απ’ τους «δικούς μας», τους Καινουργιώτες, απ’ τους υποστηριχτές του συστήματος, απ’ τους πολίτες…χαφιές  και φώναζα ανοίγοντας την πόρτα…σύρμααααα!!!!
Κι έβγαινε η κασέτα με τη «Ρωμιοσύνη»...

 η με τον «Επιτάφιο» …του Θεοδωράκη!
κι έπαιζε η ρεζέρβα κασέτα κι ήταν σα να μην την άκουγε κανείς, μ’ αδιάφορα άσματα του συρμού και της εποχής!!!
Ο χωροφύλακας έκανε το σχετικό έλεγχο …απευθύνονταν και στη διεύθυνση του μαγαζιού, τον αείμνηστο πατέρα μου, μ’ αυστηρό και προειδοποιητικό τόνο:
«Πρόσεξε Γιάννη να μην έχουμε κανένα παρατράγουδο… γιατί θα στο κλείσουμε  το μαγαζί!!!!»
Κι πατέρας μου «με μπλόφα του ρίσκου κι ειρωνεία» απαντούσε: «Καλά καπετάνιε… αν με βρεις παραβάτη κλείσε με»!!!
Οι Χωροφύλακες έρχονταν και παρέρχονταν όπως και οι κυβερνήσεις τ’ άκρατου καπιταλισμού, που λυμαίνονταν και λυμαίνονται τον τόπο μας, έρχονται και παρέρχονται και το μαγαζί το Ντοκαΐικο στο Καινούργιο, κοντά στα ενενήντα  χρόνια τώρα απ’ το 1924 που τ’ άνοιξε ο παππούς μου …εξακολουθεί να υπάρχει!!!
Τότε έστω κι αν σφύριζες… ρυθμό απ’ τα Τραγούδια του Θεοδωράκη πέρναγες γι’ ανάκριση απ’ την ασφάλεια!!!
Πόσο μάλλον να τραγούδαγες στίχους του!!!
Κι εμείς τα  ΚΝίτικα …διαολάκια σφυρίζαμε πίσω απ’ τ’ αυτιά των ασφαλιτών Θεοδωράκικα κι Αντάρτικα, για να τους σπάμε τα νεύρα και δεύτερο για να κάνουμε τσεκάρισμα ….ξέρει ο ασφαλίτης τώρα τι σφυρίζουμε…τι λέμε!!!!
Κι όταν ο ένστολος τράβαγε πέρα απονήρευτος …έπεφτε τ’ ακράτητο γέλιο γιατί δεν καταλάβαινε….
Γιατί οι περσότεροι τότε Χωροφύλακες στην επαρχία κι Αστυνόμοι στις πόλεις ήταν σαν τον χωροφύλακα του Καινούργιου τον ….επονομαζόμενο «Σκόμπυ»…τον αναλφάβητο, που οι κομμουνιστές συγχωριανοί μου τον είχαν πάρει μυρωδιά και τον ειρωνεύονταν κι όλο το σύστημα χλεύαζαν…..
Έκανε έλεγχο ταυτοτήτων, «Έχ’ς αυτότητα» ούτε ταυτότητα δεν ήξερε να πει, του έδινε ο συγχωριανός μας ότι έντυπο είχε, μια «κάρτα» την διάβαζε ανάποδα… «Α…’ντάξει» έλεγε!
Τέτοιους ήθελε το σύστημα να το υπηρετούν τυφλά, τους έστυψε σα λεμονόκουπες και τους πέταξε στ’ απόβλητα της ιστορίας!
Και τους Ανθρωπιστές, τους μορφωμένους και καλλιεργημένους Πατριώτες, τους συνειδητοποιημένους Λαϊκούς Αγωνιστές τους έσερνε στις εξορίες στις φυλακές στις εκτελέσεις!!! Τους απογόνους τους... μας στριμώχνει μέχρι και σήμερα στα περιθώρια της μεθοδευμένης αδράνειας, στην ανεργία… στην ξενιτιά!!!
 
Για να πάμε όμως στα μετέπειτα. Μεγάλωσα έγινα 17χρονος κι από ένα βράδυ που χόρεψα σ’ ένα γλέντι πετώντας… τη «Δραπετσώνα» και ξεσηκώθηκαν οι παρευρισκόμενοι, όπου κι αν πέρναγα από τότε και μετά στο δρόμο, άκουγα παρατεταμένες στεντόρειες φωνές...Δραπετσώναααα!!!

Πέρασα απ’ τα λαϊκά τραγούδια με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, απ’ τα μεγάλα μουσικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη που μελοποίησε σπουδαίους Έλληνες και ξένους ποιητές, απ’ τη «Ρωμιοσύνη» και τον «Επιτάφιο»… στο «Άξιον Εστί»!
 … κι έγινα «Ασίκικο πουλάκι»!!!

1967 σαν σήμερα: Το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών απαγορεύει την πώληση δίσκων του Μίκη Θεοδωράκη, καθώς και την αναμετάδοση της μουσικής του!


 Σήμερα …συνάμα με την ολόπλευρη βάρβαρη καπιταλιστική επίθεση που δέχεται ο Λαός μας, δοκιμάζεται και η καλλιτεχνική δημιουργία, μέχρι τούτη τη  στιγμή γράφονται αριστουργήματα!  

Η Πολιτιστική Αντίσταση, μέσα στην ολόπλευρη και κάθε μορφής πάλη, θα σπάσει τις αλυσίδες του Λαού μας!

Σαν υστερόγραφο μια προειδοποίηση – μήνυμα προς τους βάρβαρους εξουσιαστές:

Τώρα θα σας αντιμετωπίσουμε όπως σας αξίζει… γιατί τα όνειρα προσμένουν να  πάρουν σύντομα εκδίκηση!!
 Και θα πάρουν!!!

Δημήτρης Ντόκας