
και υψώθηκες στη ράχη κι ουρανού τα σωθικά.
Έκανες τον κόσμο όλο πιο βαθιά να καρτερά
μια ελπίδα, μια αγάπη, μέσα κι απ΄ τη σκοτεινιά.
Το λιγόστεμά σου ,πλάνο, αφού κι άλλη μια φορά
θα μας ολοκληρώσει η γεμάτη σου αγκαλιά.
Όσο και να μας φωτίζει και του ήλιου η χαρά
μας αρέσει πλάνο, φως “δικό σου”, που σκορπάς.
Έναστρα παρτάκια γνέφεις, φιγουράτα , θαλερά
με σκερτσάκια παραλίας κι ένα κει στην περγουλιά.
Δαντελένια δαχτυλίδια κολυμπούν στη σιγαλιά
κι όλο σου το μεγαλείο και στο κύμα ακουμπά.
Όσο δίνεσαι και η πλάση με παρέες ξαγρυπνά
δρόμους τους, εσύ χρυσώνεις και ακόμα μυστικά
την ημέρα ,που σε χάνουν, τρέχει ο δίσκος αφανής
διαδίδει τις χαρές τους, σχέσεις που υιοθετείς.
Μυροβόλους ξαργυρώνεις , φέρνεις αύρα αποβραδίς
και προσμένει η θάλασσά μας εις τα έγκατα να `ρθεις
τους ψιθύρους σου ν` ακούει ,πια ναυάγια να μη δει
κι όλες σου τις εμπειρίες θα `βρεις τρόπους να τις πεις.
Τάσος Παντ. Δασκαλάκης