ΟΙΝΟΣ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΟΣ
Ο μύθος λέει, στα μέρη μας πως έζησε ο Οινέας
του Δία ήταν απόγονος κι έγινε βασιλέας.
Ο Στάφυλος που ήταν βοσκός στου παλατιού τα γίδια
είδε έναν τράγο που ’φευγε πίσω απ’ τα φτελίδια.
Πίσω χορτάτος γύριζε και στάζανε τα χείλια
από χυμούς ευωδιαστούς που έχουν τα σταφύλια...
Έτσι ανακαλύφθηκε το ευλογημένο αμπέλι,
ρόγες ο Οινεύς κι ο Στάφυλος πρωτόφαγαν εντέλει.
Το Βάκχο ο Οινέας κάποτε είχε φιλοξενήσει
και του εκμυστηρεύτηκε για να τον ’φχαριστήσει,
ότι εκείνοι οι καρποί που τρώει το τραγί του
έχουν χυμό που αν τον πιει θα ευφρανθεί η ψυχή του.
Ήπιε ο Θεός, κι ως κοινωνός του μυστικού εκείνου
προστάτης πλεον του αμπελιού έγινε, και του οίνου.
Ιδού πως πρωτοφτιάχτηκε ο οίνος, το κρασί μας
κι έδωσε πλέον νόημα στην άχαρη ζωή μας.
Το λένε άλλωστε οι γραφές: ευφραίνει την καρδίαν
και οι ευσεβείς τσουγγρίζουνε και λένε: εις υγείαν.
Και έτσι γίναν ξακουστές στον κόσμο οι Οινιάδες
από φτωχούς και πλούσιους, αφέντες, βασιλιάδες.
Κι αφού ο Οινέας συγγενής ήταν με τον Φοιτία
που την αρχαία ίδρυσε του κάστρου πολιτεία
φυτεύτηκε ο τόπος μας τότε με αμπελώνες
που αντέξαν ως τον εικοστό κοντά τριάντα αιώνες.
Αυτά τ’ αμπέλια, το λοιπόν, κάρπιζαν στη Μπαμπίνη
που ως πρόσφατα ως μακρινή ανάμνηση είχαν μείνει.
Μα ευτυχώς μια άνθιση υπάρχει τελευταία
πρέμνα παλιά μπολιάστηκαν, μπήκαν αμπέλια νέα.
Είναι ο Γιώργος Μασσαλής εις εκ των πρωτοπόρων
νέας γενιάς καλλιεργητής των βακχικών των σπόρων.
Εχθές κι εγώ αξιώθηκα να τον ακολουθήσω
και μες στον αμπελώνα του πήγα για να τρυγήσω.
Θαρρείς σε ιερό ναό μπήκα του Διονύσου
στήθη τσαμπιά, ρώγες στιλπνές, τα ουρί του παραδείσου.
Κι οι τρυγητές ως ιερείς ή ως θνητοί μυημένοι
δρέπαν τον θεϊκό καρπό ευλαβικά σκυμμένοι.
Και στου Κατερινόπουλου, τρίτης γενιάς αμπέλι
πήγα προχθές στον τρύγο του, κι εκεί σταφύλια μέλι.
Τρύγησαν, όπως έμαθα, κι οι άλλοι Μπαμπινιώτες
πολλά κρασιά, καλά κρασιά, κρασιά να πιούν κι οι κότες.
Και για του χρόνου εύχομαι καλύτερα ακόμα
κι αν περισσέψει τίποτα στείλ' τε μου κάνα πιόμα.
Ας είναι κι απ' τα δεύτερα, ας είναι από βοτρύδια
ας είναι από σώσματα, τα πίνω και τα ξίδια.